- νυκτοκλέπτης
- ο, θηλ. νυκτοκλέπτρια (Α νυκτικλέπτης, Μ νυκτοκλέπτης)1. αυτός που κλέβει στη διάρκεια τής νύχτας2. (για λύκο) αυτός που αρπάζει τα θύματά του τη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κλέπτης. Ο αρχ. τ. νυκτικλέπτης < νυκτι- τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].
Dictionary of Greek. 2013.